- συμπονάω
- συμπονάω / συμπονώ (παρατατ. συνήθως -ούσα), συμπόνεσα βλ. πίν. 62
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συμπονώ — συμπονῶ, έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν [πονώ] συναισθάνομαι τον πόνο κάποιου άλλου, συμπάσχω με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε κανείς να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῑς κακοπαθοῡσι», Πλούτ) αρχ. κοπιάζω μαζί με άλλον … Dictionary of Greek
συμπονώ — συμπονώ, συμπόνεσα βλ. πίν. 76 και πρβλ. συμπονάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής